τσαντίλα — η (λ. σλαβ.) 1. σακούλα από αραιοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα για το στράγγισμα του χλωρού τυριού, η τυροτσαντίλα. 2. κάθε αραιό ύφασμα για στράγγισμα, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. 3. κάθε ύφασμα κακής ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] … Dictionary of Greek
τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] … Dictionary of Greek
τυρηθμός — ο, Ν ηθμός τυριού, στραγγιστήρι, τσαντίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + ἠθμός «στραγγιστήρι»] … Dictionary of Greek