τσαντίλα

τσαντίλα
(I)
η, Ν
βλ. τσατίλα.
————————
(II)
η, Ν
1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τού τυριού
2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση
3. (κατ' επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαντίλα — η (λ. σλαβ.) 1. σακούλα από αραιοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα για το στράγγισμα του χλωρού τυριού, η τυροτσαντίλα. 2. κάθε αραιό ύφασμα για στράγγισμα, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. 3. κάθε ύφασμα κακής ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] …   Dictionary of Greek

  • τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • τυρηθμός — ο, Ν ηθμός τυριού, στραγγιστήρι, τσαντίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + ἠθμός «στραγγιστήρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”